- ἀδελφιδός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-34-0=34 Ct 1,13.14.16; 2,3.8kinsman Ct 5,16; beloved one Ct 2,3; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αδελφιδός — ἀδελφιδός, ο (Α) αγαπημένος, προσφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδός*] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ — (կք. (կոչական.)) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ. ἁδελφιδός nepos ὐιός τοῦ ἁδελφοῦ filius fratris Որդի եղբօր ուրուք. աղբօրը տղան. եկէն. *Եւ ա՛ռ աբրամ ... զղովտ զեղբօրորդի իւր. Ծն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ — (դւոյ, ւոց կամ եաց.) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ. ἁδελφιδός nepos ὐιός τοῦ ἁδελφοῦ filius fratris Որդի եղբօր ուրուք. աղբօրը տղան. եկէն. *Եւ ա՛ռ աբրամ ... զղովտ զեղբօրորդի իւր. Ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)